- δαιμόνισμα
- τοτο πείραγμα, η εξόργιση: Δεν άντεξε στο δαιμόνισμα και του επιτέθηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δαιμόνισμα — το [δαιμονίζω] 1. το να δαιμονίζει κανείς κάποιον 2. το να είναι κάποιος δαιμονισμένος 3. το συνεχές, ενοχλητικό πείραγμα … Dictionary of Greek
εξαγρίωση — η 1. η μεταβολή από την ήμερη κατάσταση στην άγρια, αποθηρίωση. 2. μτφ., εξοργισμός, εξόργιση, το δαιμόνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)